χαλεύω

χαλεύω
Ν
1. αναζητώ, ψάχνω
2. ζητώ κάτι ως δώρο ή ως δάνειο
3. επαιτώ, ζητιανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. με αρχική σημ. «ανοίγω την παλάμη να λάβω κάτι» έχει προέλθει από το αρχ. ουσ. χαλή, δωρ. τ. τού χηλή «οπλή» με μτφ. σημ. «παλάμη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαλεύω — ζήτω, αναζητώ κάτι, ψάχνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλευτής — και χαλεφτής, θηλ. χαλεύτρα και χαλευτού, ουδ. χαλευτούδικο, Ν [χαλεύω] αυτός που έχει την κακή συνήθεια να ζητάει συχνά ή να δανείζεται χρήματα και πράγματα …   Dictionary of Greek

  • χαρχαλεύω — Ν ψαχουλεύω, ψάχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από τη λ. χηλή* / χαλά, μέσω ενός τ. *χαλ χάλι (με αναδίπλωση) < *χαλ χαλεύω < χαρχαλεύω (με ανομοίωση του λ σε ρ ), ενώ, κατ άλλη άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ.] …   Dictionary of Greek

  • ψαχούλεμα — έματος, το, Ν [ψαχουλεύω] 1. η ενέργεια τού ψαχουλεύω, επίμονη αναζήτηση, ψάξιμο 2. (κυρίως) ψαύση, άγγιγμα, πασπάτεμα 3. μτφ. ερωτική θωπεία. ψαχουλεύω Ν 1. ερευνώ επίμονα για να βρω κάτι 2. αναζητώ κάτι με την αφή, ψηλαφώ, πασπατεύω 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”